Την γνώρισα σε λέσχες ανάγνωσης ως αναγνώστρια που βυθίζεται στις σελίδες με προσήλωση και πραγματική αγάπη για τον γραπτό λόγο. Μια μικρή συνωμοσία των παιδικών της χρόνων την οδήγησε στον μαγικό κόσμο των βιβλίων.
«Από πολύ μικρή διάβαζα οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου. Όταν με έστελνε η μαμά μου στον μανάβη, που τότε τύλιγε π.χ. τον μαϊντανό σε εφημερίδα, μόλις γυρνούσα σπίτι την ίσιωνα και καθόμουν και τη διάβαζα, ό,τι κι αν έγραφε, όσο παλιά κι αν ήταν τα νέα.
Τα βιβλία ήρθαν λίγο αργότερα. Στο δημοτικό είχα μια φίλη που, επειδή δεν ήταν πολύ καλή μαθήτρια, η θεία της, δασκάλα, προσπαθούσε να την βοηθήσει πηγαίνοντάς την συχνά στη βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ, με σκοπό να την μυήσει στο διάβασμα. Για τη φίλη μου ήταν μια αγγαρεία. Για μένα, από την άλλη, ήταν μια μεγάλη επιθυμία, μακάρι να με πήγαινε κι εμένα η μαμά μου να δανείζομαι βιβλία. Με τη φίλη μου βρήκαμε μία λύση ιδανική και για τις δύο: εκείνη δανειζόταν τα βιβλία, τα έδινε σε μένα, τα διάβαζα, της έλεγα την περίληψη και εκείνη την έλεγε στη θεία της. Έτσι ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι!
Περάσαμε δύο καλοκαίρια απίστευτα! Η θεία κάτι υποψιάστηκε κάποια στιγμή, αλλά στο μεταξύ εγώ είχα ρουφήξει τόσα βιβλία και ανακάλυψα ότι το διάβασμα μου άρεσε πάρα πάρα πολύ».
Την ανάγνωση, όμως, ακολούθησε άλλη μια ανακάλυψη: το σκηνικό κάθε ιστορίας.
«Όταν ήμουν στα δώδεκα δεκατρία, μέναμε μεσοτοιχία με νέες κοπέλες που αγόραζαν το περιοδικό «Γυναίκα». Εγώ το ξεφύλλιζα γιατί θαύμαζα τα ρούχα και κάποια στιγμή διάβασα εκεί μέσα μια συνέντευξη της ενδυματολόγου Ντένης Βαχλιώτη. Με μάγεψε αυτό το πράγμα και, γενικά, με μαγεύει το πώς μπορεί ένας άνθρωπος να αναπαραστήσει μια εποχή. Είτε με σκηνικά είτε με κοστούμια. Σε μια οικογένεια λαϊκών ανθρώπων δεν ήξερα αν υπήρχαν τέτοιες σπουδές. Έμεινε ως όνειρο σε μια άκρη του μυαλού μου μέχρι και σήμερα. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα σκεφτόμουν σοβαρά να το πραγματοποιήσω.
Προς το παρόν ζω αυτή την εμπειρία μέσω της λογοτεχνίας. Ναι, μου αρέσει πολύ να φαντάζομαι τη ζωή των ηρώων στους χώρους όπου κινούνται, ειδικά αν τους έχω επισκεφθεί, αν μου είναι οικείοι. Όταν περιδιαβαίνω στους δρόμους που περπάτησαν, τους βλέπω εκεί με τη φαντασία μου και αναρωτιέμαι τι να σκέφτονταν άραγε περνώντας από εδώ, πώς αισθάνονταν…
Κάθε φορά που περπατώ σε κάποιες γειτονιές της Θεσσαλονίκης, για παράδειγμα γύρω από το Γενί Τζαμί, όπου μεγάλωσα, μου συμβαίνει κάτι πραγματικά περίεργο: είναι σαν να σβήνουν τα σύγχρονα κτήρια κι εγώ βρίσκομαι σε άλλη δεκαετία, ανάμεσα στα κτήρια εκείνης της εποχής.
Ίσως γι’ αυτό αγαπώ πολύ το ιστορικό μυθιστόρημα…».
Έφη, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη